πολύολβοι

πολύολβοι
πολύολβος
very wealthy
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύολβος — ον, Α 1. (για πρόσ. και τόπο) αυτός που έχει προικιστεί με πολύν όλβο, με πολλή ευδαιμονία, πολύ ευτυχισμένος (α. «πολύολβος Ἠμαθίς», Ανθ. Παλ. β. «Κούρητες πολύολβοι», Δίον. Περ.) 2. (για πράγματα) πολύ άφθονος («πολύολβος ἐδωδή», Ανθ. Παλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”